Ο Αβρακόντες (ή Αβρακόντε για τους ντόπιους) είναι χωριό και έδρα ομώνυμης τοπικής κοινότητας, του Δήμου Οροπεδίου Λασιθίου, της περιφερειακής ενότητας (τέως νομού) Λασιθίου, στην περιφέρεια Κρήτης, σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης.
Πριν από το πρόγραμμα Καλλικράτης και το σχέδιο Καποδίστριας, ανήκε στην επαρχία και Νομό Λασιθίου, στο γεωγραφικό διαμέρισμα Κρήτης.
Στην τοπική κοινότητα Αβρακόντε περιλαμβάνεται και ο οικισμός Κουδουμαλιά, ενώ η τάση πληθυσμού είναι συνεχώς πτωτική. Οι κάτοικοι ονομάζονται Αβρακοδιανοί.
Γεωγραφία
Ο Αβρακόντες, που, βρίσκεται στην ΑΚ. Κρήτη και στη δυτική πλευρά του -τέως- Νομού Λασιθίου είναι κτισμένος σε οροπέδιο, στις βόρειες πλαγιές του όρους Δίκτη (Λασιθιώτικα), πολύ κοντά στο Δικταίον Άντρον. Έχει χαρακτηριστεί ως αγροτικός ορεινός οικισμός, και καταλαμβάνει έκταση 18,52 χμ², σε υψόμετρο 870.
Ονομασία και Ιστορικά Στοιχεία
Η Βυζαντινή οικογένεια των Φωκάδων
Οι Φωκάδες είναι μια από τις σημαντικότερες οικογένειες του Βυζαντίου και κατάγονταν από την Καππαδοκία της Μ. Ασίας. Μέλη της οικογένειας συμμετέχουν στη διοίκηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τον Ε΄ αιώνα έως τον ΙΑ΄ αιώνα μ.Χ. ενώ δύο από αυτούς, ο Φλάβιος Φωκάς(602-610μ.χ.) και ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969μ.χ.), γίνονται και αυτοκράτορες. Από κάποιον Φωκά, όπως μαρτυρούν έγγραφα που βρέθηκαν στον Αβρακόντε ,προήλθε ο κλάδος της οικογένειας των Φουκάδων απόγονοι του Νικηφόρου Φωκά. Επί Τουρκοκρατίας το επίθετο άλλαξε σε Φουκαράκη. Στον Αβρακόντε υπάρχει ακόμα το σπίτι που στέγασε τους κομιτάδες της οικογενείας των Φουκάδων.
Σε ενετικό έγγραφο του 1545, αναφέρεται ότι παραχωρούνται στον πρόσφυγα από το Ναύπλιο, Πιέτρο Κόντε, κτήματα στο οροπέδιο του Λασιθίου. Αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι, η ονομασία του χωριού προέρχεται από κάποιον Αβραάμ Κόντε, συγγενικό ή το ίδιο πρόσωπο με εκείνο του εγγράφου. Ούτως ή άλλως ,η περιοχή είχε ερημωθεί το 1343 και άρχισε να επανακατοικείται μετά από το 1463. Ο Καστροφύλακας, το 1583, και ο Ενετός Φ. Μπαζιλικάτα (1630) κατονομάζουν τον οικισμό ως Μετόχιο Αναβρακόντα.
Αναφέρεται στην τουρκική απογραφή του 1671 και στην αιγυπτιακή του 1834. Δυτικά του χωριού υπάρχουν λείψανα οικισμού Ενετικής εποχής στη θέση «Μαγατζέδες» ,που θα ήταν προφανώς αποθήκη συγκέντρωσης σιτηρών. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το χωριό πυρπολήθηκε επανειλημμένα, το 1823, και, αργότερα, το 1867. Εδώ κοντά κατά την Ιταλογερμανική κατοχή είχαν το λημέρι τους οι αντάρτες και με σαμποτάζ, δολιοφθορές, εμπρησμούς, απαγωγές (Κάρτα, Κράϊπε) πολεμούσαν τους κατακτητές. Στην αντίστασή τους βοηθούνταν από τους κατοίκους των χωριών του Οροπεδίου μεταξύ των οποίων ήσαν πολλοί Αβρακοδιανοί και Κουδουμαλιανοί.
Διάφορα
Παλαιότερα, κάθε 4 χρόνια, τεχνίτες από τα δυτικά του χωριού, λειτουργούσαν εργαστήρι αγγειοπλαστικής όπου κατασκεύαζαν, ξέραιναν κι έψηναν διάφορα πήλινα: πυθάρια, κουρούπες, βρασκιά, γλάστρες κ.ά., και τα πουλούσαν σε όλο το Λασίθι. Το χωριό έχει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, με τα πρώτα σπίτια να έχουν κτιστεί με πολύ απλά υλικά ( πέτρες, λάσπη, δωματόχωμα και ξύλα). Ήταν χαμηλά, παραλληλόγραμμα, σκεπασμένα με δώμα, με τρία δωμάτια και ελάχιστα ή καθόλου παράθυρα, και με χαρακτηριστική πόρτα από εγχώρια χοντρή ξυλεία. Κτίζονταν σε κύκλο κολλητά το ένα με το άλλο, προσφέροντας ασφάλεια στους κατοίκους από επιδρομές διαφόρων εχθρών, για να διαφεύγουν εύκολα.
Πορεία πληθυσμού σύμφωνα με τις απογραφές:
Απογραφή | Πληθυσμός |
1951 | 794 |
1961 | 551 |
1971 | 489 |
1991 | 385 |
2001 | 195 |
2011 | 170 |